Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

1/12: Mourir à 30 ans (Πεθαίνοντας στα 30)




Σκηνοθεσία: Romain Goupil
Σενάριο: Romain Goupil
Πρωταγωνιστές: Romain Goupil, Pierre Goupil, Alain Bureau, Sophie Goupil, Jacques Kebadian
Χρονολογία Παραγωγής: 1982
Χώρα Παραγωγής: Γαλλία



            Μια παράλληλη εξιστόρηση της σχέσης του σκηνοθέτη με τον πρόωρα χαμένο ακροαριστερό αγωνιστή Μισέλ Ρεκανατί και ταυτόχρονα μια κινηματική αναφορά στις δεκαετίες του '60 και '70: το ξέσπασμα του Μάη '68, οι μαζικές συγκρούσεις και τα τακτικά διλήμματα, οι οδυνηρές, προσωπικές και συλλογικές, επιπτώσεις των αδιέξοδων πολιτικών επιλογών. Μ' αυτή την έννοια το «Να πεθαίνεις στα 30» έχει ένα διπλό raison d'être: Όχι απλά άλλη μια δραματοποιημένη εξιστόρηση των γεγονότων του Μάη, αλλά μια ταινία με χιούμορ και φρεσκάδα που δεν διστάζει να καταρρίψει κριτικά τους «ιερούς μύθους» μιας παρωχημένης Αριστεράς, εστιάζοντας στην προσωπική τραγωδία ενός πρωταγωνιστή των εξελίξεων.

                    Στην αρχή της ταινίας (1964), ο αφηγητής, ένας 14χρονος μαθητής, περιγράφει μέσα απ' την ανεμελιά της ηλικίας του το πρώιμο πάθος του ίδιου και της παρέας του για τον κινηματογράφο. Πολύ πριν απ' την ευκολία του video και παρά το απαγορευτικό κόστος της αγοράς και της εμφάνισης του φιλμ, οι τρεις φίλοι σκάρωναν απολαυστικά χιουμοριστικά φιλμάκια μικρού μήκους, αρκετά απ' τα οποία παρακολουθούμε στο πρώτο μέρος της ταινίας.
Τα επόμενα χρόνια, η ανέμελη διάθεση παραχωρεί τη θέση της στα πρώτα σημάδια ερωτικής αφύπνισης αλλά και συνειδητοποίησης και πολιτικοποίησης: Πάλη ενάντια στον Ντε Γκολ – ένταξη στο Κ.Κ. – αγωνίες και ερωτηματικά που παίρνουν τις στερεότυπες σταλινικές απαντήσεις και δεν βρίσκουν κινηματική διέξοδο.

              1967. Ένταξη στην (τροτσκιστική) Επαναστατική Κομμουνιστική Νεολαία - γνωριμία με τον Μισέλ Ρεκανατί. Ο τελευταίος, αν και στην ίδια ηλικία με τον αφηγητή, ήταν «πιο πολιτικός, πιο σκεπτόμενος, πιο σοβαρός αλλά και περισσότερο κλειστός και ψυχρός».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μάης του '68 δεν καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας: Υπάρχει εκτεταμένη αναφορά στο κίνημα των καταλήψεων, τεράστιες συγκεντρώσεις εργαζομένων, παθιασμένες φοιτητικές συνελεύσεις, οδοφράγματα και καμένα αυτοκίνητα. Ωστόσο, μετά την παλίρροια ακολουθεί η άμπωτη -ο Ντε Γκολ θα αναλάβει και πάλι τα ηνία, ο χαρακτηρισμός «αριστεριστής προβοκάτορας» εμφανίζεται…



          Αργά αλλά σταθερά, η οργάνωση κατευθύνεται προς την υποστήριξη της μειοψηφικής, παραδειγματικής βίας που θα «αφυπνίσει» την εργατική τάξη: οργάνωση ομάδων και υπο-ομάδων που κάνουν επιθέσεις κομάντο σε επιλεγμένους στόχους: στο αμερικανικό προξενείο, στην Iberia ενάντια στο καθεστώς του Φράνκο, σε αμερικάνικες πολυεθνικές. Το τέλος του φαύλου κύκλου θα έρθει στις 21 Ιουνίου 1973: μια μαζική αντιφασιστική κινητοποίηση ξεφεύγει απ' τον έλεγχο και έχει σαν αποτέλεσμα 100 τραυματίες, την απαγόρευση και διάλυση της Λίγκας, τη σύλληψη των ηγετών της. Ο Μισέλ Ρεκανατί θεωρήθηκε υπεύθυνος και φυλακίζεται για τρεις μήνες: οι ακλόνητες βεβαιότητες ανατρέπονται, ο Μισέλ κάνει αυτοκριτική και τις, πολιτικές και προσωπικές, επιλογές του, αγωνίζεται να βρει καινούργιες ισορροπίες ψάχνοντας για δουλειά και αρχίζοντας απ' το μηδέν. Δεν τα καταφέρνει -θα αυτοκτονήσει στις 23 Μαρτίου 1978.
            Η  ταινία του Ρομέν Γκουπίλ στην πραγματικότητα κάνει ένα σαρωτικό σχόλιο στα ολέθρια λάθη της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στη Γαλλία. Γελοιοποιεί τη μακαριότητα και αναποτελεσματικότητα του Κ.Κ., αντιμετωπίζει με συντροφική κριτική αλλά δεν χαρίζεται στα αριστερίστικα λάθη της Λίγκας. Ο ίδιος, απογοητευμένος από τις συνεχείς διαψεύσεις, έφτασε το 2002 να υποστηρίξει την εισβολή στο Ιράκ.  Παρόλα αυτά, το «Να πεθαίνεις στα 30» προσφέρει μια οξυδερκή, ειλικρινή κριτική στις αδιέξοδες τακτικές της άκρας Αριστεράς, όπως αυτές απεικονίζονται στη σύντομη προσωπική τραγωδία της ζωής του φίλου του Μισέλ Ρεκανατί.

(πηγή: http://www.dea.org.gr/ )

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Πέμπτη 24/11: The Indian Runner




Σκηνοθεσία: Sean Penn
Σενάριο: Sean Penn
Πρωταγωνιστές: David Morse, Viggo Mortensen, Valeria Golino
Χρονολογία Παραγωγής:  20 Σεπτεμβρίου 1991
Χώρα Παραγωγής: USA




O Sean Penn βάσισε την πρώτη του εμφάνιση σαν σκηνοθέτης- σεναριογράφος στο “Highway Patrolman”, ένα τραγούδι του Bruce Springsteen. Δεν είναι απαραίτητο να ξέρει κανείς το τραγούδι για να εκτιμήσει την ταινία, αλλά προσθέτει μία ακόμη διάσταση στην επεξεργασία της μέσω του περιεχομένου ενός παραδοσιακού τραγουδιού, με το τέλος ενσωματωμένο στο ρεφρέν του:  “a man turns his back on his family, well, he just aint no good”.
 H ταινία επικεντρώνεται σε δύο αδερφούς, τον Joe και Frank Roberts, ο πρώτος ένας αγρότης που έγινε αστυνομικός και ο δεύτερος ένας περιπλανώμενος που υπηρέτησε στο Βιετνάμ και έκανε φυλακή. Μετά από μία οικογενειακή τραγωδία στα τέλη του ’60, ο Frank επιστρέφει στην πόλη με την έγκυο φίλη του, Dorothy. Μετακομίζουν στο σπίτι των γονιών του και ο Frank πιάνει δουλειά ως οξυγονοκολλητής στην κατασκευή μιας νέας γέφυρας αυτοκινητόδρομου. Αλλά ανήσυχες, βίαιες παρορμήσεις συνεχίζουν να κατακλύζουν τον Frank παρά τις προσπάθειες του Joe να τον πείσει ότι οι χαρές της οικογένειας μπορούν να σώσουν έναν άνθρωπο στις δύσκολες καταστάσεις.

             
            Ο Joe απολαμβάνει να περνάει χρόνο με τη γυναίκα και το γιο του, να φυτεύει λαχανικά στην πίσω αυλή του και να προσπαθεί να είναι ένας καλός αστυνομικός. Αλλά ο Frank υποστηρίζει ότι ο Joe έχασε τη φλόγα του όταν έχασε τη φάρμα του και πιστεύει ότι είναι και οι δύο καταδικασμένοι στην αργή απελπισία που κατέστρεψε τους γονείς τους. Ο μόνος τρόπος που ξέρει ο Frank για να το πολεμήσει είναι η βία. Παντρεύεται τη Dorothy και προσπαθεί να μιμηθεί τον αδερφό του που χαίρεται τις απλές χαρές της ζωής, αλλά δεν μπορεί να διαχειριστεί τη δυσαρέσκειά του. Αυτός είναι ένας κόσμος όπου όλοι χρειάζονται ένα μηχανισμό άμυνας- ο Joe καπνίζει, η γυναίκα του, Maria, φέρνει κρυφά χόρτο στο σπίτι- αλλά ο Frank υπερβάλλει με όλους τους τρόπους εκτόνωσης, αφήνοντας την οργή του ανεξέλεγκτη, πίνοντας μέχρι να βυθιστεί στη λήθη και μπλέκοντας σε καβγάδες στα bar επειδή δεν του αρέσει ο τρόπος που τον κοιτάνε.
     
           Τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ταινίας είναι σίγουρα οι συζητήσεις μεταξύ των δύο αδερφών. Είναι μέσω αυτών των συζητήσεων που καταλαβαίνουμε τη σημασία του τίτλου, ο οποίος είναι σκοπίμως αινιγματικός. Ο πατέρας τους, όταν ήταν παιδιά, τους έλεγε ιστορίες για τους Ινδιάνους αγγελιοφόρους, μεταφορείς μηνυμάτων μιας παλιότερης εποχής στη γη τους, και αυτές οι ιστορίες έμειναν μαζί τους, καθώς μεγάλωναν, σαν σύμβολο του πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει το ίδιο του το μήνυμα, καταφέρνοντας με τη δύναμη της θέλησης να παλέψει μέσα στο σκοτάδι και την αγριότητα. Για το Frank αυτό γίνεται εμφανές σε πολλά σημεία, καθώς συχνά οραματίζεται Ινδιάνους που στέκονται μπροστά του και του κάνουν νεύματα σα να αποδοκιμάζουν τις πράξεις του. Καθώς ο Frank πιάνει πάτο στο τέλος της ταινίας, υπάρχει ένας ακόμη δυνατός διάλογος ανάμεσα στα αδέρφια με τον Frank να βγάζει μια μισάνθρωπη κραυγή, όπως θα μπορούσε να περιγραφεί από κάποιον που δεν μπορεί να βρει τις λέξεις να το περιγράψει επαρκώς, προσπαθώντας να εξηγήσει στον Joe γιατί δεν μπορεί να γίνει καλός άσχετα από το πόσες ευκαιρίες θα του δοθούν.
          Ο Sean Penn έχει επεξεργαστεί με πολλή προσοχή το υλικό του. Ο καλός αδερφός δεν είναι ένας συμβατικός, μονοδιάστατος τύπος και ο κακός αδερφός δεν ανταποκρίνεται σε μια ρομαντική εικόνα του επαναστάτη χωρίς αιτία΄ δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις ούτε ευχάριστα happy ends για αυτήν την ταινία. Είναι ατίθαση όσο και η ίδια η ζωή.


   

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Πέμπτη 17/11: Ta'm e guilass (Η γεύση του κερασιού)




Σκηνοθέτης: Abbas Kiarostami
Σεναριογράφος: Abbas Kiarostami
Πρωταγωνιστές: Homayoun Ershadi, Abdolrahman Bagheri,Afshin Khorshid Bakhtiari
Χρονολογία Παραγωγής: 10 Οκτωβρίου 1997
Χώρα Παραγωγής: Ιταλία





            Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της (1997) η εμβληματική πια ταινία του Abbas Kiarostami «Γεύση Κερασιού» δεν έχει χάσει ίχνος από τη λάμψη της κι εκείνη τη γοητεία που είχε συνεπάρει τους απανταχού της γης κινηματογραφόφιλους, όταν κέρδιζε το «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάνες. Η ταινία του Κιαροστάμι, εξακολουθεί και σήμερα να συγκινεί και να προβληματίζει το ίδιο όπως και τότε… Φέρνουμε στο νου μας τις μέρες που προβλήθηκε για πρώτη –και τελευταία- φορά στη Θεσσαλονίκη. Τις δυο πρώτες μέρες οι θεατές δεν ξεπέρασαν τους …τρεις. Και μάλιστα όλο και κάποιος θα αποχωρούσε από την αίθουσα διαμαρτυρόμενος για τον «αργό» ρυθμό της. Και οι επιχειρηματίες υποχρεώθηκαν να την αποσύρουν την τρίτη μέρα, γεγονός πρωτοφανές στα κινηματογραφικά χρονικά της πόλης…
                    Ο πρώτος κανόνας της τέχνης του κινηματογράφου-για τον μέσο θεατή- είναι ότι η ταινία πρέπει να διαθέτει ένα συγκεκριμένο «στόρι» με αρχή , μέση και τέλος, που να διατηρεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Και η ταινία του Kiarostami επιδεικτικά δεν το διαθέτει: σ’ όλη τη διάρκειά της παρακολουθούμε ένα συμπαθή άντρα με το Landrover του να σαρώνει κυριολεκτικά τις γειτονιές και τα περίχωρα της Τεχεράνης αναζητώντας με επιμονή κάποιον «να του ρίξει είκοσι φτυαριές χώμα» στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει, έναντι αδράς αμοιβής βέβαια, καθώς είχε πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσει. Και ο αφιλότιμος σκηνοθέτης «δεν μας λέει τις αιτίες». Πουθενά δεν μαθαίνουμε τους λόγους αυτής της απονενοημένης απόφασης του πρωταγωνιστή της ταινίας! Ακόμη και η συνήθης «ζηλευτή αισθητική» των ταινιών ρουτίνας απουσιάζει επιδεικτικά: το τοπίο που οργώνει κυριολεκτικά ο κύριος Μπάντι είναι ένας κρανίου τόπος. Ξερό χώμα, σκόνη με το τσουβάλι, ίχνος βλάστησης, όγκοι εργοστασίων στο βάθος που ξερνούν μαύρο καπνό, τερατώδη μηχανήματα που μεταφέρουν και αδειάζουν όγκους από χώματα και πέτρες (για ποιο ακριβώς λόγο;) και εκατοντάδες εργάτες σκαρφαλωμένοι στις πλαγιές με αξίνες και φτυάρια που εργάζονται θαρρείς και μεταφέρουν ο καθένας του τον λίθο του Συσσίφου. Πιάνεται η ψυχή του ανθρώπου! (Σημείωση: αυτά όλα δεν αποτελούν έναν πρώτης τάξεως λόγο για να οδηγήσουν στην αυτοκτονία ένα ευαίσθητο άτομο;).

        Ενόχλησε ακόμη, καθώς φαίνεται, και το γεγονός ότι κανένα σχεδόν πλάνο της ταινίας δεν περιέχει μαζί τους δυο ανθρώπους που συνδιαλέγονται (υποψήφιο αυτόχειρα και υποψήφιο…νεκροθάφτη). Αλλά υπάρχει καλύτερος τρόπος για να τονιστεί η απελπιστική μοναξιά του πρώτου και η στέρεη -και εξ ορισμού λογική- βεβαιότητα του δεύτερου; Οι άντρες στους οποίους απευθύνεται ο κύριος Μπάντι αρνούνται κατηγορηματικά να τον βοηθήσουν. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ένας ντόπιος εργάτης, γιατί τον παίρνει για ομοφυλόφιλο, ένας Κούρδος στρατιώτης από θέμα αρχής, και τέλος ένας αφγανός φύλακας εργοταξίου για καθαρά θρησκευτικούς λόγους…Εδώ ο σκηνοθέτης επιμένει στην αντίστιξη μιας καθαρά δυτικής αντίληψης για τη ζωή και το θάνατο και μιας πανάρχαιας ανατολικής που επιμένει ότι αξίζει να ζεις μόνο και μόνο για να γευτείς ένα ζουμερό μούρο ή ένα ώριμο κεράσι! Πράγματι ο υποψήφιος αυτόχειρας είναι πέρα για πέρα «εξευρωπαϊσμένος»: ξυρισμένος, δυτικότροπα ντυμένος και καθόλου δεμένος με τα δόγματα του Κορανίου…Κατοικεί μάλιστα και σ’ ένα καλοβαλμένο μεσοαστικό διώροφο διαμέρισμα των περιχώρων της Τεχεράνης…Αντίθετα οι άντρες στους οποίους απευθύνεται για να τον βοηθήσουν είναι κλασικοί μουσουλμάνοι: φουκαράδες, πιστοί τηρητές των εδαφίων του Κορανίου, οι οποίοι, μολονότι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, αρνούνται μια αμοιβή που δεν θα κέρδιζαν ούτε και σ’ ολόκληρη τη ζωή τους…Στο τέλος ο ήρωάς μας θα συναντήσει ένα βαθιά φιλοσοφημένο άτομο (είναι ταριχευτής ζώων σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Τεχεράνης), Τούρκος στην καταγωγή, που θα προσπαθήσει να τον μεταπείσει ότι αξίζει να ζήσει κανείς μόνο και μόνο για να γευτεί κάποια στιγμή ένα ώριμο κεράσι… 
                                                                                



Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Πέμπτη 10/11: Brazil



Σκηνοθεσία: Terry Gilliam
Σενάριο: Terry Gilliam, Tom Stoppard, Charles McKeown
Πρωταγωνιστές: Jonathan Pryce, Kim Greist, Robert De Niro
Χρονολογία παραγωγής: 18 Δεκεμβρίου 1985
Χώρα παραγωγής: USA






Ο Sam Lowry είναι ένας ανήσυχος τεχνοκράτης που ζει σε μια φουτουριστική κοινωνία, διαστρεβλωμένη και ανεπαρκή. Ονειρεύεται μια ζωή έξω από την τεχνολογία και τη συνθλιπτική γραφειοκρατία, παιρνώντας την αιωνιότητα με τη γυναίκα των ονείρων του. Ενώ προσπαθεί να αποδείξει τη λάθος σύλληψή του ως Harry Buttle, ο Lowry συναντά τη γυναίκα που κυνηγούσε στα όνειρά του. Στο μεταξύ, η γραφειοκρατία τον έχει υποδείξει ως τον υπεύθυνο μιας σειράς τρομοκρατικών ενεργειών...




Το Brazil είναι ένα καλοδουλεμένο και ευφυές όραμα ενός υπερβολικά ζοφερού μέλλοντος΄ είναι ένα εξαίσιο παράδειγμα του πως η κωμωδία μπορεί να εμβαθύνει σε βαρυσήμαντες ιδέες, ακόμη κι αν αυτές θεωρούνται ιερές. Το πνεύμα της ταινίας στρέφεται προς τη δεκαετία του '30, καθώς μαρτυρεί και ο τίτλος, ο οποίος δεν αναφέρεται στο όνομα της χώρας, αλλά στο ομώνυμο τραγούδι, που ήταν επιτυχία τη δεκαετία του '30 και το οποίο πλανάται μέσα στην ταινία σα μια δελεαστική παρόρμηση. Η ευθυμία της μουσικής δημιουργεί μια ειρωνική αντίθεση με την καταπιεστική, ολοκληρωτική κοινωνία, μέσα στην οποία τοποθετείται η δράση.
                     Η ίδια η πλοκή είναι μάλλον λιτη' σκοπός της είναι κυρίως να οδογήσει το θεατή μέσα σε διάφορες πτυχές ενός απροσδόκητα χιουμοριστικού, οργουελιανού κόσμου. Η απάντηση του Gilliam στον Winston Smith του Orwell είναι ο Sam Lowry, ένας κοστουμάτος γραφειοκράτης, με μια απαγορευμένη αγάπη, μια ζωηρή φανταστική ζωή και μια μητέρα μέλος της υψηλής κοινωνίας.

                        Μεγάλο μέρος της ευφυίας του Brazil εντοπίζεται στις μικρές λεπτομέρειες, την αίσθηση του πώς δουλεύουν τα πράγματα σ' αυτήν την νέα κοινωνία. Πινακίδες που περνούν γρήγορα πίσω από το προσκήνιο λένε πράγματα όπως "η χαλαρή κουβέντα είναι παγίδα" και "η υποψία γεννά την εμπιστοσύνη", ενώ οι διαφημίσεις στην τηλεόραση αφορούν σε πράγματα όπως οι σύγχρονοι αγωγοί θέρμανσης "σε διάφορα χρώματα για να ταιριάζουν στο απαιτητικό σας γούστο". Η ευγένεια είναι απαραίτητη συνθήκη για οτιδήποτε, όπως σε μια από τις πρώτες σκηνές, που ο άμοιρος κύριος Buttle συλλαμβάνεται στο καθιστικό του, στοιβάζεται σε κάτι που μοιάζει με μεγάλο σάκο και οδηγείται μακριά και κανείς δε θα ξανακούσει γι' αυτον. Τουλάχιστον έδωσαν στην κυρία Buttle μια γραπτή απόδειξη της σύλληψης του συζύγου της...