Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Παρασκευη 22/4 Ο Τελευταίος Πειρασμός

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρτιν Σκοτσέζε  (Martin Scorsese)
ΧΩΡΑ: ΗΠΑ 1988 ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 164΄έγχρωμο
ΜΟΥΣΙΚΗ: Peter Gabriel ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Michael Ballhaus
ΣΕΝΑΡΙΟ: Paul Schrader βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη
ΠΑΙΖΟΥΝ: Willem Dafoe, Harvey Keitel, Paul Greco, Steve Shill, Verna Bloom, Barbara Hershey, Roberts Blossom, Barry Miller, Gary Basaraba, Irvin Kershner, Victor Argo, Michael Been, Paul Herman, John Lurie, Leo Burmester

                ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ
                                           
Ο Τελευταίος πειρασμός είναι τελευταίος και για τον Σκορσέζε. Τον πρώτο, τον αντιμετώπισε σε ηλικία 16 ετών, όταν έγκλειστος σε καθολικό σχολείο και έτοιμος να περάσει στην ιερατική σχολή για να γίνει παπάς, αντιμετώπισε ανεπιτυχώς τον πειρασμό του … αυνανισμού, όπως λέει ο ίδιος. Για να διαπιστώσει από έφηβος πως ο δρόμος για τον παράδεισο περνάει απ’ την κόλαση (αρχικά του αυνανισμού), σύμφωνα με μια πάγια και πάντα ισχύουσα αρχή του χριστιανισμού, της μόνης θρησκείας που θεωρεί την αμαρτία προϋπόθεση για την αγιότητα. Πλην του Χριστού, κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Και τούτο εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος που κυοφορεί όλα τα άλλα.[…]
        Ο Τελευταίος πειρασμός λοιπόν είναι μια απ’ ευθείας προσέγγιση του μοντέλου, που απ’ την αρχή της καριέρας του έχει μπροστά του ο χριστιανός Σκορσέζε. Αντί να ασχοληθεί και πάλι με αμαρτωλούς που κερδίζουν μια κάποια ισορροπία δια του μαρτυρίου, πάει κατευθείαν στο μαρτυρήσαντα Θεάνθρωπο, την υπέρτατη παραλλαγή του Οργισμένου ειδώλου. (Ο πυγάχος Τζέικ Λα Μότα πρέπει να συντριβεί για να εξανθρωπιστεί επιτέλους. Και ο Θεός, επίσης, πρέπει να εξευτελιστεί πλήρως γινόμενος άνθρωπος, προκειμένου να δώσει στον εκπεσμένο άνθρωπο τη δυνατότητα να κερδίσει τον χαμένο παράδεισο. Και στο ένα φιλμ και στο άλλο η τελική συντριβή είναι ταυτόχρονα και μια υπέρτατη νίκη).


        Τώρα ξέρουμε τι ήταν αυτό που γοήτευσε τον καθολικό Σκορσέζε στο βιβλίο του Καζαντζάκη. Ήταν η δυνατότητα που του έδινε ο Έλληνας συγγραφέας να ξαναφκιάξει την ίδια ταινία με εντυπωσιακότερο τρόπο, παραμερίζοντας τα ατελή ανθρώπινα είδωλα και πηγαίνοντας κατ’ ευθείαν στο τέλειο μοντέλο
        Για να μην δημιουργηθούν παρανοήσεις για τις προθέσεις του, ο σκηνοθέτης φροντίζει να δηλώσει στην πρώτη καρτολίνα που διαβάζουμε πριν απ’ τους τίτλους, πως η ταινία του δεν στηρίζεται στα Ευαγγέλια, αλλά στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη. Είναι δηλαδή ένας φιλολογικός κι όχι ένας θεολογικός μύθος. Πιο σωστά, είναι μια φιλοσοφική ερμηνεία κάποιων θεολογικών δεδομένων κι όχι μια εικονοποίηση αυτών των δεδομένων.
        Άλλωστε, κάποιες ανάλογες εικονοποιήσεις (απ’ τον Σεσίλ ντε Μιλ, τον Νίκολας Ρέη και τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι) δεν είναι δυνατό να είναι περισσότερο σεβαστές απ’ τους πιστούς για μόνο το λόγο πως, αυτές, στηρίζονται στα Ευαγγέλια κι όχι σ’ ένα μυθιστόρημα. Έτσι κι αλλιώς, ένας κινηματογραφημένος Χριστός είναι Θεός των στούντιο (και των σπέσιαλ εφέ) κι όχι Θεός των ουρανών. Ένας κινηματογραφημένος Χριστός είναι ήρωας ενός κοσμικού θεάματος κι όχι ο πρωταγωνιστής του Θείου Δράματος.
        […] Ο Σκορσέζε και ο Καζαντζάκης αντιλαμβάνονται το στερεότυπο δράμα με πρωτότυπο τρόπο, χωρίς ωστόσο να προδίδουν την στερεότυπη ιδέα. Ο τελευταίος πειρασμός είναι ένα βαθύτατα χριστιανικό φιλμ. Μόνο που ο πιστός δεν το αντιλαμβάνεται εύκολα γιατί έχει συνηθίσει στην διαρκώς επαναλαμβανόμενη σκηνοθετική εκκλησιαστική στερεοτυπία, αδιαφορώντας για τις ιδέες.

        […] Γνωρίζοντας ο Σκορσέζε πως ο μονοφυσιτικός Μεσαίωνας δεν τελείωσε, φροντίζει όχι μόνο να δηλώσει εξ αρχής, όπως είπαμε, πως η ταινία του δεν στηρίζεται στα ευαγγέλια, αλλά στο βιβλίο του Καζαντζάκη, αλλά και παραθέτει, στην επόμενη καρτολίνα, την πρώτη παράγραφο της εισαγωγής που έγραψε ο Καζαντζάκης για το μυθιστορημά του: «Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο. Η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει ο άνθρωπος ως το Θεό – ή, πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του, η νοσταλγία αυτή η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, ανοίγει μέσα μου πληγές και πληγές μεγάλες. Από τη νεότητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, από όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν τούτη: η ακατάπαυστη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και τη σάρκα».
                                                                          
        Μόλις ανοίξει κάνεις το βιβλίο, στην πρώτη κιόλας παράγραφο του βιβλίου, πληροφορείται αμέσως τις προθέσεις του συγγραφέα, μέσα από μια συνοπτική και σαφέστατη παράθεση της άποψής του. Επειδή όμως οι παπάδες και οι παπαδίζοντες δε διαβάζουν πλέον ούτε την Αγία Γραφή, θα ήταν πολυτέλεια να τους ζητήσουμε να διαβάσουν όχι το βιβλίο του Καζαντζάκη, αλλά τουλάχιστον την πρώτη παράγραφο. Εντούτοις ο Σκορσέζε, εντιμότατα, πριν καν αρχίσει η ταινία προειδοποιεί το θεατή για τις δικές του προθέσεις που ταυτίζονται απολύτως, επί του προκειμένου, μ’ αυτές του Καζαντζάκη. Όποιος λοιπόν διαβάσει την ταινία διαφορετικά απ’ την ιδεολογική «τονικότητα» που υποδεικνύει η δεύτερη καρτολίνα, που λειτουργεί όπως το κλειδί του σολ ή του φα στη μουσική, είναι είτε ηλίθιος είτα κακόπιστος. Πιστεύουμε πως πολλοί απ’ τους Έλληνες παπάδες, όπως και όλοι οι παπαδίζοντες κοσμικοί παραεκκλησιαστικοί, είναι και κακόπιστοι και ηλίθιοι, αφού χαρίζουν αυτή τη βαθειά χριστιανική ταινία στους μη χριστιανούς.
Βασίλης Ραφηλίδης, ΕΘΝΟΣ, 23 Οκτωβρίου 1988 (Κινηματογραφικά θέματα 6, εκδόσεις Αιγόκερος, Αθήνα 1990)

Το βιβλίο σε μορφή PDF
Ο Τελευταίος πειρασμός

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Παρ 15/4, ΜΑΥΡΗ ΚΩΜΩΔΙΑ: Ο θάνατος ενός γραφειοκράτη


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΗ (του Τόμας Γκουτιέρεζ Αλεα, Κούβα 1966)

ΜΑΥΡΗ ΚΩΜΩΔΙΑ

Ένας υποδειγματικός εργάτης που πέθανε στο καθήκον εκπληρώνει τ'όνειρό του: θάβεται μαζί με το εργατικό του βιβλιάριο. Ο άτυχος ανθρωπάκος που αναποδογυρίζει τα πάντα στο πέρασμά του διακωμωδώντας ολόκληρο το σύστημα που στηρίζει το γραφειοκρατικό μηχανισμό, οδηγώντας το θεατή στο λυτρωτικό περιβάλλον του γέλιου. Στο τέλος όμως και αυτό θα αποδειχθεί αναποτελεσματικό απέναντι στο κακό της γραφειοκρατίας, βρισκόμενος έτσι στην ίδια τραγική θέση με τον ήρωα της «Δίκης» του Κάφκα.

Ευρηματική σάτιρα του κορυφαίου Κουβανού σκηνοθέτη κατά του απάνθρωπου γραφειοκρατικού μηχανισμού. Οι παραλληλισμοί με την «Δίκη» του Κάφκα είναι αναπόφευκτοι. Στο «θάνατο του γραφειοκράτη» ο ήρωας συνθλίβεται από το βάρος της κρατικής γραφειοκρατίας νιώθοντας την ίδια ασφυκτική πίεση με τον κ. Κ. του καφκικού μυθιστορήματος. Βρίσκεται μπλεγμένος στη δίνη της και χάνεται σ' ένα δαιδαλώδες σύστημα κρατικής διοίκησης που απαιτεί ατελείωτες διαδικασίες που πρέπει να τηρηθούν απαρέγκλιτα. Ο παραλογισμός ενός κόσμου κλονισμένου από την υπερβολική τάξη και τυπολατρία συνθλίβει κάθε προσπάθεια του ήρωα ενώ η στενοκεφαλιά των υπαλλήλων ακόμα και οι λαβυρινθώδεις διάδρομοι των κτιρίων ωθούν ακόμα περισσότερο τον ήρωα στην απόγνωση.



La muerte de un burocrata, 1966 A/M, 84'

Ηθοποιοί:

Σαλβατόρ Γουντ (ανηψιός)

Σίλβια Πλάνας (θεία)

Μανουέλ Εστανίλο (γραφειοκράτης)

Γκασπάρ ντε Σαντελίσες (αφεντικό του ανηψιού)

Σενάριο:

Αλφρέντο ντελ Κρουέρτο, Ραμόν Φ. Σουάρεζ, Τ. Γκ. Αλέα

Φωτογραφία:

Ραμόν Φ. Σουάρεζ

Μουσική:

Λέο Μπράουερ

Σκηνοθεσία:

Τόμας Γκουτιέρεζ ΑΛΕΑ (1928-1996)

Κουβανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ντοκιμαντερίστας. Επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό, ξεκίνησε σαν ντοκιμαντερίστας, αλλά με την επικράτηση της επανάστασης μεταπήδησε στον αφηγηματικό κινηματογράφο, με έντονα χιουμοριστικό στυλ. Επιλεγμένη φιλμογραφία: Ο θάνατος ενός γραφειοκράτη (1966), Μνήμες υπανάπτυξης (1969), Οι επιζήσαντες (1978), Φράουλα και σοκολάτα (1993).