Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Πέμπτη 27/10: Zabriskie Point



Michelangelo Antonioni Διάρκεια: 110' 
Χρονολογία παραγωγής: 1970
Χώρα παραγωγής: ΗΠΑ



“Η ταινία μπορεί σίγουρα να μοιάζει παραληρηματική, ιδίως στο τέλος. Ε λοιπόν, ως δημιουργός, διεκδικώ το δικαίωμα στο παραλήρημα, ακόμη και γιατί τα σημερινά παραληρήματα θα είναι ίσως η αυριανή αλήθεια.” Μικελάντζελο Αντονιόνι
 H ταινία Ζαμπρίσκι Πόιντ, που ο Αντονιόνι γύρισε το Μάρτιο του 1970, μετά από προετοιμασία της παραγωγής, που διήρκεσε σχεδόν δύο χρόνια, ενώ σημείωσε πολλή επιτυχία στις ευρωπαϊκές και εξωευρωπαϊκές χώρες που προβλήθηκε, τόσο κριτική, όσο και εμπορική, δεν έκοψε, όμως, τον αναμενόμενο, μετά το θρίαμβο του Blow-up, αριθμό εισιτηρίων στις η.π.α., και ξεσήκωσε θύελλα αντιδρά­σεων από κάποιους συντηρητικούς ιδίως κύκλους. Δεν έλειψαν, άλλωστε, εκείνη την εποχή, και οι αρνητικές κρι­τικές και από ορισμένους αριστερούς έντονα πολιτικοποιημένους διανοού­μενους και κριτικούς. Γράφτηκαν, αρ­γότερα, ορισμένες μελέτες και δοκίμια, που προσπαθούσαν να κατηγοριο­ποιήσουν μια σειρά από ταινίες σχετι­κές με τα μεγάλα αμφισβητιακά κινή­ματα του Μάη του 1968, του κινήματος για την ειρήνη στο Βιετνάμ, των χίπις κ.λπ. Το Ζαμπρίσκι Πόιντ, όμως, δεν έμπαινε εύκολα σε τέτοιες κατηγοριο­ποιήσεις, εξαιτίας της μεγάλης συνθετότητας του, του βαθιά μελετημένου καλλιτεχνικού τόνου του, με τα πολλα­πλά εικαστικά, μουσικά παραθέματα και τις αναφορές.
O καλά μελετημένος κι επεξεργα­σμένος μύθος της ταινίας, που, αν και δεν έχει άμεση σχέση με τις προηγούμενες ολοκληρώσεις και τις συνακόλουθες στυλιστικές κορυφώ­σεις του έργου του Αντονιόνι (Έκλει­ψη, Κόκκινη έρημος) – όπως και το Blow-upκαι διατηρεί μια σχετική αυ­τονομία, συνδέεται, όμως, μ’ αυτές, χά­ρη στις κοινές κατασκευαστικές σταθε­ρές και στις δομικές αντιστοιχίες κι αναλογίες: κατασκευαστική σταθερή που οργανώνει το φιλμικό υλικό μέσα από μια διαδικασία αντιπαραβολής π.χ. το γεμάτο αντιπαραβάλλεται στο κενό, το συλλογικό στο ατομικό, το αρχαϊκό (που εδώ, μάλιστα, “ανοίγεται”, με τις παραβολές και τις φαντασιακές προβολές των ερώτων που προκαλού­νται από τη γυμνότητα και τη διαχρονι­κότητα της Κοιλάδας του Θανάτου, μέχρι την προϊστορία) στο σύγχρονο κ.λπ. Γιατί δεν είναι, πιστεύω, μονάχα η διαδικασία εκκένωσης, που είναι θεμε­λιακής σημασίας στις ταινίες του Αντο­νιόνι. όπως γράφει, αναλύοντας το, ο Jose Moure στο βιβλίο του “Μικελάν­τζελο Αντονιόνι. Κινηματογραφιστής της εκκένωσης, αλλά, πολύ περισσό­τερο ακόμη, οι σύνθετες διαδικασίες αντιπαραβολής (γεμάτο – κενό, συλλο­γικό – ατομικό, αρχαϊκό – σύγχρονο), που παίζουν ένα βασικό οργανωτικό και κατασκευαστικό ρόλο.
Αυτός ο μύθος είναι φαινομενικά απλός: σε μια φοιτητική κατάλη­ψη, όπου ακούγονται και συγκρούο­νται διαφορετικές απόψεις και θέσεις, ο Μαρκ, που εκφράζει μιαν αναρχική στάση μη ενταγμένου ριζοσπάστη, ό­ταν επιτίθενται οι αστυνομικοί, νομίζει -εσφαλμένα- ότι σκότωσε έναν αστυ­νομικό. Μαθαίνει ότι τον υποψιάζο­νται κι οδηγείται στο να κλέψει ένα μι­κρό αεροπλάνο, για να κάνει ένα ταξί­δι, χωρίς ένα συγκεκριμένο στόχο, πά­νω από την έρημο και την Κοιλάδα του Θανάτου. Παρακολουθεί μια κοπέλα, την Ντάρια, που διασχίζει κι αυτή την έρημο μ’ ένα αυτοκίνητο ουσιαστικά “προς άγνωστη κατεύθυνση”. Κι αυτή με την ελεύθερη αλλά αγχωμένη χίπικη συμπεριφορά, ανικανοποίητη από τη δουλειά της και τις σχέσεις της, στο τα­ξίδι της, αναζητούσε κάτι που, μάλλον, δεν βρήκε.

το σεληνιακό, πανάρχαιο και τελλουρικό τοπίο πάνω από ογδό­ντα μέτρα, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, μέσα σε πανύψηλα βουνά, τα παιχνίδια και τα κυνηγητά τους, που μοιάζουν να αρθρώνουν, στη γλώσσα των σωμάτων τους, τις προαιώνιες ιε­ροτελεστίες, τους οδηγούν στο να χα­ρούν τον έρωτα, ενώ μέσα στην έκστα­ση τους, σαν σε μια εκτεταμένη πα­λαιολιθική ή μάλλον νεολιθική ζωγρα­φική -π.χ. μια τέτοια ανακαλύφθηκε σε σπήλαιο της Βραζιλίας, τα χρόνια του 1990- η ερωτική επιθυμία και η ηδονή εκφράζεται από ερωτικά ζευγάρια, που ξεπροβάλλουν, σκεπασμένα από “η­φαιστειακή” σκόνη, σε ποικίλους σχη­ματισμούς, που όλο αλλάζουν και πληθαίνουν…
Αλλά και η Κοιλάδα του Θανάτου διασχίζεται από κάποιους εκπρόσωπους του πολιτισμού, τουρίστες και αστυνομικούς. Συνεχίζουν τα παι­χνίδια τους, βάφοντας το αεροπλάνο και μεταμορφώνοντας το σε προϊστο­ρικό πουλί. Χωρίζονται τότε κι ακο­λουθεί ο καθένας το δρόμο του: εκείνη πηγαίνει στην πολυτελή έπαυλη, μέσα στην έρημο, του αφεντικού και εραστή της, όπου, όμως δεν μένει, αφού δοκι­μάσει μιαν ακόμη σύντομη γεύση από τον τρομερό κόσμο της νόμιμα ανέντι­μης εύκολης κερδοσκοπίας, των αλλοτριωμένων και αλλοτριωτικών σχέ­σεων, της καταναλωτικής μανίας, της εκμετάλλευσης και της εκπόρνευσης. εκείνος επιστρέφει με το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο, όπου, χωρίς να του γυρέψουν να παραδοθεί τον πυροβο­λούν και τον σκοτώνουν. Εκείνη φεύ­γοντας μαθαίνει από το ραδιόφωνο τη δολοφονία του αγοριού. Συντριμμένη προβάλλει από μέσα της -σαν να εκφ­ράζει την επιθυμία της- και φαντασιάζεται εικόνες αποκάλυψης και κατα­στροφής, όπου φλέγονται και εκρήγ­νυνται στον αέρα η έπαυλη και μαζί όλα τα χαρακτηριστικά αντικείμενα, σύμβολα της καταναλωτικής, εκμεταλ­λευτικής και καταπιεστικής κοινωνίας: διάφορα προϊόντα, τηλεοράσεις, βιβλία…
Όλα αυτά υπάρχουν, όμως, γιατί ο σκηνοθέτης τα “έγραψε”, με τον απαραίτητο “λόγο”, γιατί τους έδωσε τη μορφή που τους ταίριαζε. Αύξησε τις εντάσεις και τις κορυφώσεις με μια σπάνιας δύναμης μουσική, που είναι σαν να αναβλύζει από τα εσώτερα Βά­θη του τοπίου, από τα “έγκατα” των χρόνων: μουσικές των Πινκ Φλόιντ, του Γκαρσία, των Καλίντοσκόπ. Από εικαστική άποψη μετάτρεψε, με κινημα­τογραφικό τρόπο, σε οπτικοακουστικές εικόνες, τις σταθερές της ποπ αρτ, με μια μεγάλη δόση, όμως, αφαίρεσης, αλλά ιδίως εκείνες της λαντ αρτ και των δρώ­μενων μέσα στον κοσμικό χωροχρόνο… Οι εναλλαγές των ρυθμών δίνουν τον ταιριαστό τόνο στις διάφορες σεκάνς της ταινίας, καταλήγοντας στις φαντασιακές εκρήξεις του τέλους, που λειτουργούν σαν μία κάθαρση…
Και συγχρόνως η μικτή μορφή ενός  ποιητικού δοκιμίου πάνω στον επαναστατημένο από την αδικία άνθρωπο, τις διανθρώπινες σχέσεις, που θα μπορούσαν να είναι λυτρωτι­κές, την ανθρώπινη συλλογικότητα και τα όνειρα της, τον έρωτα μέσα σε μιαν εφήμερη ελευθερία, αποκτά μια καλλι­τεχνική στοχαστική διάσταση… Ο Jon Clemens γράφει χαρακτηριστικά: “Ο Αντονιόνι είδε μιαν Αμερική σοβαρά άρρωστη, διαιρεμένη σε γενιές και πολιτισμούς που δεν καταλαβαίνει ο ένας τους άλλο, μιαν Αμερική που οι στόχοι της είναι αντιφατικοί και που είναι ολόκληρη ένα αγχωτικό πα­ράδοξο.” 
του Αντρέα Παγουλάτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου