Michelangelo Antonioni Διάρκεια: 110'
Χρονολογία παραγωγής: 1970
Χώρα παραγωγής: ΗΠΑ
Χρονολογία παραγωγής: 1970
Χώρα παραγωγής: ΗΠΑ
“Η ταινία μπορεί σίγουρα να μοιάζει παραληρηματική, ιδίως στο τέλος. Ε λοιπόν, ως δημιουργός, διεκδικώ το δικαίωμα στο παραλήρημα, ακόμη και γιατί τα σημερινά παραληρήματα θα είναι ίσως η αυριανή αλήθεια.” Μικελάντζελο Αντονιόνι
H ταινία Ζαμπρίσκι Πόιντ, που ο Αντονιόνι γύρισε το Μάρτιο του 1970, μετά από προετοιμασία της παραγωγής, που διήρκεσε σχεδόν δύο χρόνια, ενώ σημείωσε πολλή επιτυχία στις ευρωπαϊκές και εξωευρωπαϊκές χώρες που προβλήθηκε, τόσο κριτική, όσο και εμπορική, δεν έκοψε, όμως, τον αναμενόμενο, μετά το θρίαμβο του Blow-up, αριθμό εισιτηρίων στις η.π.α., και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από κάποιους συντηρητικούς ιδίως κύκλους. Δεν έλειψαν, άλλωστε, εκείνη την εποχή, και οι αρνητικές κριτικές και από ορισμένους αριστερούς έντονα πολιτικοποιημένους διανοούμενους και κριτικούς. Γράφτηκαν, αργότερα, ορισμένες μελέτες και δοκίμια, που προσπαθούσαν να κατηγοριοποιήσουν μια σειρά από ταινίες σχετικές με τα μεγάλα αμφισβητιακά κινήματα του Μάη του 1968, του κινήματος για την ειρήνη στο Βιετνάμ, των χίπις κ.λπ. Το Ζαμπρίσκι Πόιντ, όμως, δεν έμπαινε εύκολα σε τέτοιες κατηγοριοποιήσεις, εξαιτίας της μεγάλης συνθετότητας του, του βαθιά μελετημένου καλλιτεχνικού τόνου του, με τα πολλαπλά εικαστικά, μουσικά παραθέματα και τις αναφορές.
O καλά μελετημένος κι επεξεργασμένος μύθος της ταινίας, που, αν και δεν έχει άμεση σχέση με τις προηγούμενες ολοκληρώσεις και τις συνακόλουθες στυλιστικές κορυφώσεις του έργου του Αντονιόνι (Έκλειψη, Κόκκινη έρημος) – όπως και το Blow-up – και διατηρεί μια σχετική αυτονομία, συνδέεται, όμως, μ’ αυτές, χάρη στις κοινές κατασκευαστικές σταθερές και στις δομικές αντιστοιχίες κι αναλογίες: κατασκευαστική σταθερή που οργανώνει το φιλμικό υλικό μέσα από μια διαδικασία αντιπαραβολής π.χ. το γεμάτο αντιπαραβάλλεται στο κενό, το συλλογικό στο ατομικό, το αρχαϊκό (που εδώ, μάλιστα, “ανοίγεται”, με τις παραβολές και τις φαντασιακές προβολές των ερώτων που προκαλούνται από τη γυμνότητα και τη διαχρονικότητα της Κοιλάδας του Θανάτου, μέχρι την προϊστορία) στο σύγχρονο κ.λπ. Γιατί δεν είναι, πιστεύω, μονάχα η διαδικασία εκκένωσης, που είναι θεμελιακής σημασίας στις ταινίες του Αντονιόνι. όπως γράφει, αναλύοντας το, ο Jose Moure στο βιβλίο του “Μικελάντζελο Αντονιόνι. Κινηματογραφιστής της εκκένωσης, αλλά, πολύ περισσότερο ακόμη, οι σύνθετες διαδικασίες αντιπαραβολής (γεμάτο – κενό, συλλογικό – ατομικό, αρχαϊκό – σύγχρονο), που παίζουν ένα βασικό οργανωτικό και κατασκευαστικό ρόλο.
Αυτός ο μύθος είναι φαινομενικά απλός: σε μια φοιτητική κατάληψη, όπου ακούγονται και συγκρούονται διαφορετικές απόψεις και θέσεις, ο Μαρκ, που εκφράζει μιαν αναρχική στάση μη ενταγμένου ριζοσπάστη, όταν επιτίθενται οι αστυνομικοί, νομίζει -εσφαλμένα- ότι σκότωσε έναν αστυνομικό. Μαθαίνει ότι τον υποψιάζονται κι οδηγείται στο να κλέψει ένα μικρό αεροπλάνο, για να κάνει ένα ταξίδι, χωρίς ένα συγκεκριμένο στόχο, πάνω από την έρημο και την Κοιλάδα του Θανάτου. Παρακολουθεί μια κοπέλα, την Ντάρια, που διασχίζει κι αυτή την έρημο μ’ ένα αυτοκίνητο ουσιαστικά “προς άγνωστη κατεύθυνση”. Κι αυτή με την ελεύθερη αλλά αγχωμένη χίπικη συμπεριφορά, ανικανοποίητη από τη δουλειά της και τις σχέσεις της, στο ταξίδι της, αναζητούσε κάτι που, μάλλον, δεν βρήκε.
το σεληνιακό, πανάρχαιο και τελλουρικό τοπίο πάνω από ογδόντα μέτρα, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, μέσα σε πανύψηλα βουνά, τα παιχνίδια και τα κυνηγητά τους, που μοιάζουν να αρθρώνουν, στη γλώσσα των σωμάτων τους, τις προαιώνιες ιεροτελεστίες, τους οδηγούν στο να χαρούν τον έρωτα, ενώ μέσα στην έκσταση τους, σαν σε μια εκτεταμένη παλαιολιθική ή μάλλον νεολιθική ζωγραφική -π.χ. μια τέτοια ανακαλύφθηκε σε σπήλαιο της Βραζιλίας, τα χρόνια του 1990- η ερωτική επιθυμία και η ηδονή εκφράζεται από ερωτικά ζευγάρια, που ξεπροβάλλουν, σκεπασμένα από “ηφαιστειακή” σκόνη, σε ποικίλους σχηματισμούς, που όλο αλλάζουν και πληθαίνουν…
Αλλά και η Κοιλάδα του Θανάτου διασχίζεται από κάποιους εκπρόσωπους του πολιτισμού, τουρίστες και αστυνομικούς. Συνεχίζουν τα παιχνίδια τους, βάφοντας το αεροπλάνο και μεταμορφώνοντας το σε προϊστορικό πουλί. Χωρίζονται τότε κι ακολουθεί ο καθένας το δρόμο του: εκείνη πηγαίνει στην πολυτελή έπαυλη, μέσα στην έρημο, του αφεντικού και εραστή της, όπου, όμως δεν μένει, αφού δοκιμάσει μιαν ακόμη σύντομη γεύση από τον τρομερό κόσμο της νόμιμα ανέντιμης εύκολης κερδοσκοπίας, των αλλοτριωμένων και αλλοτριωτικών σχέσεων, της καταναλωτικής μανίας, της εκμετάλλευσης και της εκπόρνευσης. εκείνος επιστρέφει με το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο, όπου, χωρίς να του γυρέψουν να παραδοθεί τον πυροβολούν και τον σκοτώνουν. Εκείνη φεύγοντας μαθαίνει από το ραδιόφωνο τη δολοφονία του αγοριού. Συντριμμένη προβάλλει από μέσα της -σαν να εκφράζει την επιθυμία της- και φαντασιάζεται εικόνες αποκάλυψης και καταστροφής, όπου φλέγονται και εκρήγνυνται στον αέρα η έπαυλη και μαζί όλα τα χαρακτηριστικά αντικείμενα, σύμβολα της καταναλωτικής, εκμεταλλευτικής και καταπιεστικής κοινωνίας: διάφορα προϊόντα, τηλεοράσεις, βιβλία…
Όλα αυτά υπάρχουν, όμως, γιατί ο σκηνοθέτης τα “έγραψε”, με τον απαραίτητο “λόγο”, γιατί τους έδωσε τη μορφή που τους ταίριαζε. Αύξησε τις εντάσεις και τις κορυφώσεις με μια σπάνιας δύναμης μουσική, που είναι σαν να αναβλύζει από τα εσώτερα Βάθη του τοπίου, από τα “έγκατα” των χρόνων: μουσικές των Πινκ Φλόιντ, του Γκαρσία, των Καλίντοσκόπ. Από εικαστική άποψη μετάτρεψε, με κινηματογραφικό τρόπο, σε οπτικοακουστικές εικόνες, τις σταθερές της ποπ αρτ, με μια μεγάλη δόση, όμως, αφαίρεσης, αλλά ιδίως εκείνες της λαντ αρτ και των δρώμενων μέσα στον κοσμικό χωροχρόνο… Οι εναλλαγές των ρυθμών δίνουν τον ταιριαστό τόνο στις διάφορες σεκάνς της ταινίας, καταλήγοντας στις φαντασιακές εκρήξεις του τέλους, που λειτουργούν σαν μία κάθαρση…
Και συγχρόνως η μικτή μορφή ενός ποιητικού δοκιμίου πάνω στον επαναστατημένο από την αδικία άνθρωπο, τις διανθρώπινες σχέσεις, που θα μπορούσαν να είναι λυτρωτικές, την ανθρώπινη συλλογικότητα και τα όνειρα της, τον έρωτα μέσα σε μιαν εφήμερη ελευθερία, αποκτά μια καλλιτεχνική στοχαστική διάσταση… Ο Jon Clemens γράφει χαρακτηριστικά: “Ο Αντονιόνι είδε μιαν Αμερική σοβαρά άρρωστη, διαιρεμένη σε γενιές και πολιτισμούς που δεν καταλαβαίνει ο ένας τους άλλο, μιαν Αμερική που οι στόχοι της είναι αντιφατικοί και που είναι ολόκληρη ένα αγχωτικό παράδοξο.”
του Αντρέα Παγουλάτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου