Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Συνέντευξη των Νίκου Γραμματικού, Βαγγέλη Μουρίκη, Μαριλίτας Λαμπροπούλου με αφορμή της προβολής της ταινίας Βασιλιάς

Αναδημοσίευση από το Διμηνιαίο Περιοδικό
 για τον Κινηματογράφο και το Θέατρο
Camera
-Stylo
Τεύχος 8ο Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2003

Συνέντευξη των
Νίκου Γραμματικού, Βαγγέλη Μουρίκη, Μαριλίτας Λαμπροπούλου
με αφορμή της προβολής της ταινίας Βασιλιάς

 
στον Γιάννη Καραμπίτσο

Ο Νίκος Γραμματικός σκηνοθέτης και οι Βαγγέλης Μουρίκης (α’ βραβείο ανδρικού ρόλου), Μαριλίτα Λαμπροπούλου πρω­ταγωνιστές της ταινίας Βασιλιάς που απέ­σπασε το τρίτο βραβείο καλύτερης ταινίας και που ενθουσίασε το φεστιβαλικό κοινό μιλούν στο Camera-Stylo για τον τρόπο που δούλεψαν έτσι ώστε να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα.

Ποια είναι η πραγματική ιστορία που βασίστηκε η ταινία και αν τη­ρήθηκε σε όλα  της τα σημεία;
Σε ένα βαθμό τηρήθηκε, σε ένα άλλο βαθμό δεν τηρήθηκε. Δεν ξέραμε όλα τα γεγονότα για τη ζωή αυτού του αν­θρώπου. Οι πηγές μας ήταν από εφημερίδες και από το δικηγόρο του. Μας έδωσε την ομολο­γία που είχε δώσει στο δικαστήριο, η οποία περιείχε αυτοβιογραφικά στοι­χεία. Αυτά είναι τα στοιχεία και δύο δημοσιογράφων της Ελευθεροτυπίας, οι οποίοι φέρανε στην επιφάνεια το θέμα.

Ποια εποχή διαδραματίστηκε η πραγματική ιστορία; Τα γεγονότα του τέλους έγιναν έτσι;
Έγινε περίπου το 1996 με 1997, στην Πελοπόννησο, σε ένα χωριό. Εγώ την είχα κόψει από τις εφημερίδες τότε, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση. Η Ελευθεροτυπία έγραφε με τίτλους μεγάλους,   “Τον  έπνιξαν  στο  χωριό”.
Από εκεί το πήρα. Εγώ απλά, έκανα μία έρευνα. Τα γεγονότα του τέλους έγιναν έτσι.

Στη σκηνή που του τη πέφτουν όλοι μαζί και βγάζει το μαχαίρι και πα­ραλίγο να σκοτώσει έναν απ’ αυτούς;
Αυτά έγιναν έτσι… Οι κάτοικοι του οι­κισμού λένε ότι αυτό έγινε με πρόθεση να τον μαχαιρώσει, εξάλλου γι’ αυτό και πήγε φυλακή, έτσι; Ο ίδιος λέει ότι του επιτέθηκαν πέντε έξι τύποι και έγι­νε τυχαία με ένα εγχειρίδιο (εργαλείο) που είχε και σκάλιζε ξύλα.

Χάρις σε μια τραγική ειρωνεία πε­τυχαίνει με το μαχαίρι αυτόν που πήγε να τον υπερασπίσει.
Αυτό είναι μυθοπλασία. Δεν είχαμε στοιχεία για τη σχέση του ήρωα, με τον πρόεδρο της κοινότητας ή με τον γιο του. Δεν πήγαμε στην κοινότητα, απλά είδαμε το χώρο και φύγαμε. Δεν κάναμε κανενός είδους συζήτηση μαζί τους. Δεν μας ενδιέφερε κιόλας. Η ταινία από κάποιο σημείο και μετά πήρε μία δυναμική.   Τα γεγονότα, που ήταν αληθινά, μπήκαν σε ένα μυθο­πλαστικό ιστό. Και όσο βρίσκεται σε εξέλιξη η ταινία, γίνεται όλο και πιο εμφανές. Κρατήσαμε μόνο ένα μικρό αυτούσιο κομμάτι από την απολογία του, που λέει ότι είναι πολύ προσ­βλητικό να σε διώχνουν από ένα τόπο.

Υπάρχει ακόμα μία τραγική ειρωνεία, την στιγμή που μπαίνει η κοπέλα στο τμήμα και λέει ότι ο Βαγγέλης ενήργησε ενώ βρισκόταν σε άμυνα την ίδια στιγμή, αυτός αυτοκτονεί στο κελί του.
Η Βιβή στην ταινία, λέει πολλά, είναι πολύ φλύαρη, οπότε, ουσιαστικά, αυτή φταίει που ο ήρωας κρεμιέται, είναι εγκληματίας. Αυτή έχει την μεγαλύτε­ρη ευθύνη για τον φόνο.

Και στο τέλος, ενώ δεν έχει βρέξει καθόλου, βρέχει όταν πια δεν τον κάνουν αποδεκτό στο νεκροταφείο, εξαιτίας του ότι έχει αυτοκτονήσει, τη στιγμή που μαθαίνουμε ότι έχει σωθεί και ο γιος του προέδρου.
Αυτό με τη βροχή είναι κάτι που αντι­μετωπίσαμε πολλές φορές κάνοντας ρεπεράζ και είπαμε να βάλουμε λίγο αυτόν τον τρελό καιρό στο σενάριο. Η ταινία δεν έχει μία συγκεκριμένη εποχή που γίνεται. Υπάρχει μία κα­τάσταση κλιματικής ουδετερότητας και μία κατάσταση ξηρασίας με καμένα δέντρα που ενώ παίζουν ένα ρόλο στο background, δεν παίζουν ένα ρόλο σημαντικό στη δράση. Ο ήρωας έχει νερό από το πηγάδι του, αυτοί δεν έχουν νερό, πίνουν από μπουκάλια πλαστικά, και αυτά για μένα και τον σεναριογράφο, ήταν στοιχεία στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που με έναν τρόπο συντείνανε σε ένα κλίμα.

Στο σενάριο είχες συμμετοχή;
Το σενάριο το γράψαμε με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο μισό μισό.

Όπως είχε γίνει και στους Απόντες;
Ακριβώς το ίδιο.   Το σενάριο ξεκίνησε από μένα. και το συνέχισε ο Νίκος.   Η συνεργασία μας είναι πολύ στενή, πολ­λά χρόνια τώρα, οπότε δεν ξέρουμε τι ανήκει σε ποιόν.

Νιώθεις ότι υπάρχει κάποια συγ­γένεια ανάμεσα στους ήρωες των προηγούμενων ταινιών και στον τωρινό; Ήρωες που η διαφορετι­κότητα τους οδηγεί σε ένα περι­θώριο;
Πάντα με ενδιαφέρει αυτό, γιατί μάλλον και εγώ ταυτίζομαι λιγάκι με αυτή την ιστορία. Γενικά δεν μου αρέ­σει το παιχνίδι και δεν μου αρέσουν και οι κανόνες του. Δεν ορίζω τον εαυτό μου ως διαφορετικό, αλλά σε σχέση με αυτό που γίνεται σήμερα, και με τον τρόπο που γίνεται το σινεμά , έχω μία μικρή απόσταση. Και πάντα με ενδιέφερε οι ήρωες μου να έχουν μία μικρή παρέκκλιση. Τόση ώστε να δημιουργεί δράμα, εξάλλου αυτό συμ­βαίνει και σε όλα τα έργα τέχνης. Μάλιστα σε προηγούμενα σενάρια που προσπάθησα να γράψω, οι ήρωες μου βγαίνανε λίγο διανοούμενοι. Μόλις το παρατήρησα, αμέσως στο μυαλό μου δημιουργήθηκε το πλαίσιο αυτού που θέλω να κάνω, με έναν ήρωα, ο οποίος ήτανε φύσει διαφορετικός. Είναι πολύ εύκολο η διαφορετικότητα σου να σε οδηγήσει σε οριακές καταστάσεις. Λίγο να μην παίξεις με τους κανόνες του παιχνιδιού, μπορεί να σε εξοντώσουνε δημιουργικά, πνευματικά. Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά μου γραμ­μένο σε πέντε γραμμές το πλαίσιο μίας οριακής κατάστασης που περιέχει όλα αυτά που είχα στο μυαλό μου σαν φόρμα.

Πιστεύεις πως είναι απλά μία ακραία εκδήλωση μίας κατάστασης ή είναι μία φυσιολογική κατάσταση που υπάρχει στην κοινωνία μας και ότι ο διαφορετικός την πληρώνει πάντα με άσχημο τρόπο;
Αυτή η ιστορία με τον «αποδιοπο­μπαίο τράγο» είναι κάτι που με ενδιέ­φερε πάντα, κάποιοι θεωρούν αυτές τις εκδηλώσεις βίας απέναντι σε κά­ποιον σαν πρωταρχικές εκδηλώσεις της κοινωνίας, για να βρει τη συνοχή της. Στην ταινία δεν υπάρχουν οι κα­λοί και οι κακοί, αλλά μία κοινωνία τε­λείως διαλυμένη, και ξαφνικά υπάρχει μία μικρή δίοδος. Πρόκειται για ένα πανάρχαιο συνήθειο. Στην αρχαία Αθήνα  τους  «αποδιοπομπέβανε»  αυτούς κανονικά, τους λέγανε φαρμακούς, καθάρματα. Εξ ου και το όνομα Φαρμακώρης. Η ιστορία του Οιδίποδα είναι τέτοια. Όπου ο «αποδιοπομπαίος τράγος» δεν είναι ποτέ ένας μέσος άνθρωπος. Είναι είτε βασιλιάς, είτε παρίας. Ο ήρωας παίζει ανάμεσα σε αυτό το δίπολο γι αυτό τον είπαμε “βα­σιλιά”. Για μένα αυτό ήταν κάτι πολύ μοντέρνο, πολύ σύγχρονο, γιατί η κοινωνία σήμερα, δεν είναι κλειστή όπως παλιότερα. εδώ έχουμε να κά­νουμε με μία κοινωνία που τους ξέ­νους τους έχει εντάξει κανονικά. είναι γερμανοί που αγοράζουν οικόπεδα, είναι αλβανοί που δουλεύουνε, είναι ινδοί που έχουν μπακάλικα, είναι πολυπολιτισμική η κοινωνία αυτή της ταινίας.

Ο ήρωας της ταινίας δεν είναι ξένος στην καταγωγή, αλλά είναι ξένος στον τόπο του.
Η ιστορία με τον έλληνα που πηγαίνει εκεί, ήταν για μένα πολύ πρωτότυπη, ότι αυτά τα περνάει ένας έλληνας, και όχι ένας αλβανός. Και για ποιο λόγο; Για μεταφυσικούς λόγους, γιατί απλά είναι λίγο διαφορετικός. Γιατί είναι ο φόβος του άλλου. Που τον έχουμε πάντα, μέχρι να αποδεχτούμε τον άλλο ως γείτονα, φίλο, ερωμένη. Και ούτε ο ήρωας είναι φιλόξενος απέναντι τους. Είναι ένας άνθρωπος που αποφάσισε να αλλάξει ζωή. Τους παρατηρεί, αλλά δεν τους “δίνει μπάλα”, και τα δύο μέρη έχουν τις ευθύνες τους.

Ο τρόπος συμπεριφοράς του ήρωα, πιστεύεις ότι συντελεί ύβρη, ώστε να αντιδράσουν τόσο υπερβολικά βίαια, οι της άλλης πλευράς; Μή­πως τελικά το ότι είναι ένας χαρα­κτήρας κάπως ανένταχτος προκαλεί την βίαιη αντίδραση της άλλης πλευράς;
Μαριλίτα: Νομίζω πως πετυχαίνει πολύ καλά να δώσει το παράλογο, και το πώς αντιδρά η μάζα όταν την πα­ρασύρουν. Ένα παλιρροιακό κύμα, που προέρχεται από σχετικά αδιευκρί­νιστες συνθήκες, υπάρχουν κάποιες αφορμές, οι αιτίες είναι πάντα αλλού και έτσι η μάζα παρασύρεται σε ένα παράλογο παιχνίδι. Υπάρχουν αιτίες, αλλά δεν είναι ντετερμινιστικά τεκμη­ριωμένος ο λόγος που αντιδρούν έτσι, είναι λίγο πιο χαοτική η λογική που κινούνται τα κοινωνικά πράγματα.

Αν είχε αποδεχτεί τα κοινωνικά τους γούστα, πιστεύω ότι θα τον είχαν εντάξει στην κοινωνία τους. Μένει ανυπότακτος τελικά, και θέλει να εισχωρήσει στην κοινωνία τους με τους δικούς του όρους κρατώντας την αξιοπρέπεια του. Οποιαδήποτε κοινωνία, επαρχία-πόλη, θα αντι­δρούσε έτσι.
Για μένα επαρχία δεν υπάρχει στην ταινία. Δεν πήγαμε να κάνουμε μια νατουραλιστική ανάγνωση της ελλη­νικής επαρχίας, παρότι ζήσαμε εκεί και γνωρίσαμε πολλούς ανθρώπους. Η διαπίστωσή   μας  είναι   η   τάση   που υπάρχει να γίνονται αυτές οι κοινωνίες μη συνεκτικές. Υπάρχει λοιπόν μία ανάγνωση για την Ελλάδα του σήμερα, που δεν έχει σχέση με την επαρχία. Ασχοληθήκαμε με την ελληνική πραγ­ματικότητα, αλλά η ταινία είναι ένα βή­μα από τον ρεαλισμό. Υπάρχουν ανα­φορές και στη θρησκεία και στην αρ­χαία ελληνική τραγωδία. Οι αναφορές υπάρχουν γιατί ήθελα να κάνω μία σύνθεση με ένα γενικότερο πολιτισμό που προέρχεται από το παρελθόν. Την ίδια στιγμή που είναι σύγχρονο, είναι και μία αρχέγονη, πρωταρχική ιστορία.

Βαγγέλης: Ένας ήρωας που είναι στις φυλακές, αυτοκτονεί, είναι κοντά στον εαυτό του. Έκανε μία ακραία κίνηση, εναντίον του εαυτού του, υποστη­ρίζοντας τον εαυτό του μέχρι τέλους. Τι σημαίνει ανυπότακτος; Ήδη έχει υποταχτεί σε κάποια κάγκελα (φυλα­κή), έχει ήδη υποταχτεί σε ένα δικό του καινούργιο τρόπο σκέψης για να κάνει τη ζωή του. Βγαίνει αποφασισμένος από εκεί για κάτι διαφορετικό, που ση­μαίνει πως πάλι βγαίνει υποταγμένος σε ένα καινούριο σκεπτικό. £ν πάση περιπτώσει ο ήρωας είναι ανυπότα­κτος παρόλα αυτά, έκανε μία προσπά­θεια να συνυπάρξει με αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί οι δεύτεροι δεν του την αναγνώρισαν. Ήθελαν κάτι παραπάνω, ή όχι με αυτόν τον τρόπο, ή περαιτέρω υποταγή σε δικούς τους ακαθόριστους όρους. Ο ήρωας κατά την γνώμη μου έκανε τα πάντα για να
συνυπάρξει με την τοπική κοινωνία, οι υπόλοιποι από την άλλη, δεν έκαναν το παραμικρό για την αναγνώριση της προσπάθειας του. Πρόκειται για μία κλειστή κοινότητα. Παρόλα αυτά οι συμπεριφορές εκπλήσσουν τον θεατή. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινό­μενο πια, οι κοινωνίες έχουν συνηθίσει να είναι ετερόκλητες. Παρόλα αυτά, η ξενοφοβία με την πολύ γενική σημασία του όρου, είναι κάτι που το αντιμετω­πίζουμε καθημερινά, αν και μας έχουν πείσει πως ζούμε σε ένα παγκόσμιο χωριό.. Και αυτό είναι ένα από τα σχόλια που ήθελε να κάνει η ταινία, πέρα από τη διαφορετικότητα. Η κατάσταση του ξένου στον τόπο του, ορίζει τη φύση του ήρωα, και τέτοιου είδους άνθρωποι αποτελούν μία πρώ­της τάξεως ευκαιρία, για να μπορέσει η κοινωνία να εξιλαστεί. Η κοινωνία δεν ξέρει πώς να εκφράσει τη βία της. Πρόκειται για το μοντέλο της κοι­νωνίας που δεν έχει συνοχή, και ο ήρωας τους παρέχει τη δίοδο για να εκφράσουν τη βία τους.
vasilias2.jpg
Νίκο, από την αρχή σκέφτηκες το Βαγγέλη για το ρόλο;
Αυτό τον ρόλο πιστεύω ότι μόνο ο Βαγγέλης θα μπορούσε να τον παίξει. Με τον Βαγγέλη μας ενώνει το σινεμά, μία πολύ στενή προσωπική σχέση.

Μαριλίτα θάθελες να μου μιλήσεις λίγο περισσότερο για τον ρόλο σου;

Μαριλίτα: Ήταν ένας περιφερειακός χαρακτήρας, που δεν μας ενδιέφερε το προσωπικό του δράμα, είναι ουσια­στικά χαρακτήρας-δορυφόρος στο προσωπικό δράμα του ήρωα. Εγώ σαν ηθοποιός, έπρεπε να δουλέψω πράγ­ματα που δε βλέπει ο θεατής. Που είναι τα δικά της “θέλω”, και η εσωτε­ρική σύγκρουση της. Ήμουν μία γυ­ναίκα σε συγκεκριμένες συνθήκες, που ο άντρας που αγαπάει, και ο οποίος την έχει ουσιαστικά γαλουχήσει με ένα τρόπο ζωής πριν μπει στη φυλακή, ξαφνικά την εγκαταλείπει και την εκβιάζει κατά κάποιο τρόπο να τον ακολουθήσει. Και βρίσκεται αντιμέτω­πη με το δίλημμα. Η ίδια δεν θέλει να αλλάξει τον τρόπο ζωής της, να πάει να μείνει στην επαρχία. Στο τέλος υποκύπτει. Δεν πάει εκεί για να κρυ­φτεί, για να τον εκβιάσει, ή για να τον καταδώσει, αλλά για να τον δει. Απλά μέσα στον πανικό της, μέσα στην επιθυμία της να συνδυάσει τα δύο “θέλω” της, που είναι να κάνει τη ζωή της και να μείνει μαζί του, κάνει απονενοημένες κινήσεις που μπορούν να ερμηνευτούν αρνητικά.

Πιστεύεις πως όσο προχωράει η ταινία προσεγγίζει η ηρωίδα καθό­λου τη ζωή του ήρωα, πλησιάζει στο διαφορετικό που έχει αυτός;

Μαριλίτα: Όχι ιδιαίτερα, νομίζω πως προσπαθεί, αλλά δεν είναι αυτό που την απασχολεί. Δεν νομίζω πως αυτός είναι διαθέσιμος να μετακινηθεί. Θέλει να τον κερδίσει πίσω, ζει με την φαντασίωση του άντρα της όπως ήταν κάποτε.

Θα έλεγε κανείς πως ο αστυνομικός έχει προσεγγίσει την ζωή του ήρωα.
Νομίζω πως υπήρξαν στιγμές που τον καταλάβαινε. Γιατί είναι ξένος και έχει και τις εμπειρίες. Για τον αστυνομικό όλα αυτά αποτελούν κάτι καινούριο. £νώ για την ηρωίδα, ο Βαγγέλης δεν είναι μόνο κάτι καινούργιο αλλά και ένα παρελθόν. Το οποίο αυτή το ανα­γνώρισε με τον δικό της τρόπο. Η σχέση τους, μοιάζει με μία σχέση στο παρελθόν δεμένη. Έχουν μία γλώσσα ισοδυναμίας. Απλώς την ζωή που κά­νει αυτός, η ηρωίδα δεν μπορεί να την αποδεχτεί. Έρχεται από έναν άλλον κοσμοπολιτισμό. Παίζει ένα ρόλο καταλυτικό. Δεν του κάνει κακό με πρόθεση.

Πες μας και δυο λόγια για τα Νυχτολούλουδα.
Δεν ξέρω τι να πω για τα Νυχτολούλουδα, ήταν μία εμπειρία ζωής. Έκανα δύο χρόνια δουλειά. Συνεργαστήκαμε με τον Βαγγέλη σε αυτήν την ταινία, συζητάγαμε για το σενάριο, και ουσιαστικά έκανε την οργάνωση παραγωγής. Τα Νυχτολούλουδα και ο Βασιλιάς είναι πολύ συγγενικές ταινίες. Είναι μία λεπτή ιστορία ισορ­ροπιών και μαθητείας, να βάλουμε τους ανθρώπους που βλέπουν την ταινία σε ένα καινούριο μυστηριώδη και πρωτότυπο κόσμο. Όλοι έχουμε αδυναμίες και δυνατότητες, γι αυτό και ο ήρωας είναι ένας κινηματογραφικός ήρωας. Και γι αυτό η ταινία ήταν από τις πιο πλούσιες εμπειρίες της ζωή μου.

Τι πιστεύεις για τον ελληνικό κινηματογράφο;
Ο ελληνικός Κινηματογράφος είναι σε όριο επιβίωσης, οι ταινίες για να αποσβέσουν το ελάχιστο κόστος πρέ­πει να κάνουν εισιτήρια που μόνο λίγες μπορούν να κάνουν, οπότε ο κινηματογράφος είναι σαν τη φώκια της Ύδρας, ένα είδος προς εξαφάνιση. Χρειάζεται σαφή και σοβαρή στήριξη από την πολιτεία κάτι που δεν έχει. . Υπάρχει το ανθρώπινο υλικό, αλλά όχι τα χρήματα. Πρέπει να αυξηθούν οι πόροι του ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου όσο γίνεται περισ­σότερο για να μπορεί να στηρίξει τις ταινίες των νέων σκηνοθετών, τις μικρού μήκους, τις πειραματικές και γενικότερα τις ταινίες που δεν έχουν σαν πρώτο στόχο το ταμείο.

Προσφέρει το φεστιβάλ;
Το φεστιβάλ προσφέρει πάρα πολλά. Έγινε διεθνές, ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους που έρχονται από το εξωτερικό. Απλά, στο φεστιβάλ, έτσι όπως γίνεται σήμερα, η ελληνική ταινία έχει χάσει τη θέση της κατά τη γνώμη μου. Και την έχει χάσει για τον εξής απλούστατο λόγο. Γιατί το φεστιβάλ δεν καλεί πια όλους τους δημιουρ­γούς μιας ταινίας (ηχολήπτες, οπερατέρ, μοντέρ κλπ) να είναι παρόντες επειδή δεν έχει λεφτά να το κάνει. Κάποτε το φεστιβάλ μπορεί είχε μιζέρια, διαγωνιστικό τμήμα, ο ένας μπορεί να έτρωγε τις σάρκες του άλλου, αλλά ήταν όλοι εκεί και υπήρχε ένα διαρκής διάλογος γύρω από το ελληνικό σινεμά, επίσης ο τρόπος που επιλέγονται και δίνονται τα κρατικά βραβεία είναι τουλάχιστον αναξιό­πιστος. Διότι μου κάνει εντύπωση πώς μπορεί να κρίνει το σενάριο ένας ηχο­λήπτης και αντίστροφα. Οι ίδιοι που εμπνεύστηκαν τον τρόπο απονομής των βραβείων έχουν ζητήσει εδώ και καιρό να αλλάξει αλλά τίποτα δεν έγινε. Χρειάζεται αλλαγή σε εντελώς ριζική κατεύθυνση.

Ποια είναι η γνώμη σου για το ψηφιακό και τη νέα τεχνολογία;
Τα Νυχτολούλουδα το κάναμε με ψηφιακό βίντεο. Αισθάνθηκα ότι ο Βασιλιάς δεν θα μπορούσε να γυριστεί σε άλλο υλικό εκτός του φιλμ γιατί έχω την αίσθηση ότι το ψηφιακό βίντεο δεν είναι πολύ αποτελεσματικό στην καταγραφή των φυσικών χώρων, σε πλάνα που είναι πολύ ανοιχτά και γενικά. Μπορείς να κάνεις ταινία με τα πάντα. Το μόνο εμπόδιο είναι μόνο αν η ουσία του θέματος σου σε εμποδίζει.

Που βαδίζει ο παγκόσμιος κινημα­τογράφος ;
Βλέπω κινηματογράφο πάρα πολύ. Μελετάω και στο βίντεο. Δεν ξέρω τι πάει να πει και τι εννοούν κρίση. Βλέπω ταινίες που μου αρέσουνε πολύ και άλλες που μου αρέσουνε λιγότερο. Βλέπω και ταινίες που μου αρέσανε παλιότερα και τώρα πια δεν μου αρέσουνε καθόλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου